μετάρσιος

μετάρσιος
-α, -ο (ΑΜ μετάρσιος, -ον, θηλ. και -α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, -ον)
αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον
ο εξώστης, το μπαλκόνι
αρχ.
1. εκκρεμής, ασταθής
2. (για πράγματα) μάταιος, κενός («ἀμπτάμενα φροῡδα πάντα κεῑται κόμπων μεταρσίων πρόσω», Ευρ.)
3. (με κακή σημασία) υπερήφανος, καυχησιάρης
4. αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα («ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε», Ηρόδ.)
5. μτφ. αυτός που υπάρχει πάνω από τον κόσμο, στον αιθέρα
6. (για την αναπνοή) γρήγορη («πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι', οὐ βέβαια», Ηρόδ.)
7. (για το πρόσωπο) α) ξαναμμένο, πυρετικό
β) διογκωμένο, πρησμένο («τὸ πρόσωπον μετάρσιον», Ιπποκρ.)
8. (το πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ μετάρσια
i) τα μετέωρα
ii) αυτά που βρίσκονται στον αέρα, μεταξύ ουρανού και γης
iii) είδος πτηνών τα οποία, σε αντίθεση με τα κατοικίδια, δεν μπορούν να τιθασευθούν.
επίρρ...
μεταρσίως (Α)
ψηλά στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μετ-άερτος (< *μέτ-ᾱρ-τος) τού ἀεὶρω* (πρβλ. ἀν-άρσιος < *ἄν-αρτος), Βλ. και λ. μετέωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετάρσιος — μέταρσις transplantation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μετάρσιος raised from the ground masc nom sg μετάρσιος raised from the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσιώτατον — μετάρσιος raised from the ground masc acc superl sg μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc superl sg μετάρσιος raised from the ground masc acc superl sg μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίως — μετάρσιος raised from the ground adverbial μετάρσιος raised from the ground masc acc pl (doric) μετάρσιος raised from the ground adverbial μετάρσιος raised from the ground masc/fem acc pl (doric) μεταρσιόω lift up imperf ind act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρσιον — μετάρσιος raised from the ground masc acc sg μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc sg μετάρσιος raised from the ground masc/fem acc sg μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίοις — μετάρσιος raised from the ground masc/neut dat pl μετάρσιος raised from the ground masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίου — μετάρσιος raised from the ground masc/neut gen sg μετάρσιος raised from the ground masc/fem/neut gen sg μεταρσιόω lift up pres imperat act 2nd sg μεταρσιόω lift up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίους — μετάρσιος raised from the ground masc acc pl μετάρσιος raised from the ground masc/fem acc pl μεταρσιόω lift up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίῳ — μετάρσιος raised from the ground masc/neut dat sg μετάρσιος raised from the ground masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρσια — μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc pl μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρσιοι — μετάρσιος raised from the ground masc nom/voc pl μετάρσιος raised from the ground masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”